- σανίδα
- η / σανίς, -ίδος, ΝΜΑμακρύ ορθογώνιο ξύλο αρκετού πλάτους και μικρού σχετικά πάχους, που προκύπτει από τον κατά μήκος πριονισμό κορμού δέντρου, κν. τάβλανεοελλ.1. μτφ. (για πρόσ., ιδίως για γυναίκα) πολύ λεπτός, πολύ αδύνατος2. φρ. α) «σανίδα σωτηρίας» — έσχατο μέσο σωτηρίας ή αντιμετώπισης μιας δύσκολης κατάστασηςβ) «τού χρειάζεται βρεγμένη σανίδα» — η συμπεριφορά του και οι ενέργειές του είναι τόσο άσχημες ώστε απαιτείται να υποστεί ξυλοδαρμό για να συνετιστείμσν.-αρχ.στον πληθ. αἱ σανίδεςξύλινες πινακίδες για γράψιμοαρχ.1. (κατ' επέκτ.) καθετί που είναι κατασκευασμένο από σανίδες, όπως: α) θύρα («κολλητὰς σανίδας» — πτυσσόμενες πόρτες, Ομ. Ιλ.)β) ξύλινο ικρίωμα ή εξέδραγ) ξύλινο πάτωμα και, ιδίως, κατάστρωμα πλοίουδ) εδώλιο, θρανίοε) κάλυμμαστ) ξύλο στο οποίο δένονταν ή καρφώνονταν σαν σε σταυρό οι κατάδικοι («σανίδα προσπασσαλεύσαντες ἀνεκρέμασαν», Ηρόδ.)ζ) στον πληθ.i) ξύλινες πινακίδες καλυμμένες με γύψο στις οποίες γράφονταν κάθε είδους δημόσιες ανακοινώσεις, όπως νόμοι που επρόκειτο να προταθούν για ψήφιση, νόμοι που διορθώθηκαν από τους θεσμοσθέτες, κατάλογοι αρχόντων, λογαριασμοί διαχείρισης, ονόματα οφειλετών, υποθέσεις που επρόκειτο να εκδικαστούν στο δικαστήριο, καθώς και οι αποφάσεις τών δικαστηρίων ii) ζωγραφικοί πίνακες.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ., ο οποίος εμφανίζει επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. δοκ-ίς, σελ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.